Η παραβολή του Κίτσου (μέρος 1ον)

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012


του Μιχάλη Προυκάκη*

Έχω ένα φίλο, τον Κίτσο, αυτόν που έχουμε θαυμάσει στις πρόσφατες τηλεοπτικές διαφημίσεις. Πάνω στην τούρλα του Σαββάτου, ο φίλος μου γνώρισε τον έρωτα της ζωής του, την Τασούλα κι έτσι, βρέθηκε απ’ το πουθενά να ζει μία κατάσταση πρωτόγνωρη για τον ίδιο και τον τρόπο ζωής που είχε μέχρι τώρα συνηθίσει. Υπάρχει όμως ένα σοβαρό πρόβλημα που καθιστά δύσκολη την προσδοκία του Κίτσου να μακροημερεύσει ο έρωτάς του: Εδώ και τρία χρόνια, πάσχει από την επάρατη νόσο.

Ο φίλος μου, μέχρι που διαγνώστηκε η κατάστασή του, μπορούσε να χαρακτηριστεί ως από τους εξαιρετικά τυχερούς αυτής της ζωής. Είχε κληρονομήσει από τον σκληρά εργαζόμενο πατέρα του, το συγχωρεμένο Κωνσταντίνο (αυτόν που κάποιοι ονόμαζαν «εθνάρχη»), μία αξιοσέβαστη περιουσία. Επρόκειτο για ένα σημαντικού μεγέθους παραθαλάσσιο οικόπεδο, με ικανοποιητική αγροτική παραγωγή, στο οποίο βρισκόντουσαν και αρχαία σπάνιας ιστορικής αξίας. Έχοντας την άδεια να εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις δυνατότητες που παρείχε αυτή η έκταση, ο πατέρας του είχε αρχίσει να διαφημίζει τα αξιοθέατα του μέρους και να εκμεταλλεύεται τους επισκέπτες. Συνεπώς, κάτι η υπεραξία που προέκυπτε από τη θέα, κάτι οι τουρίστες, κάτι τα ζαρζαβατικά που ευδοκιμούσαν, κάτι η ηλιοφάνεια (η οποία δυνητικά θα του παρείχε ακόμα και ενεργειακή αυτάρκεια) ο Κίτσος είχε όλες τις προδιαγραφές για να ζήσει ζωή χαρισάμενη.

Ο μακαρίτης όμως, είχε ακόμα πιο μεγαλεπήβολα σχέδια για τον κανακάρη του, για τον οποίο ονειρευόταν κάποια στιγμή στο μέλλον να καταστεί ισότιμος με τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες στον κόσμο. Κι επειδή κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί με ίδια μέσα, αποφάσισε να ενώσει τις οικογενειακές δυνάμεις με την «Εταιρεία». Η «Εταιρεία», ήταν ένας πολυεθνικός οργανισμός, όπου κάθε μέλος συνεισέφερε μέρος του προσωπικού του πλούτου, κερδίζοντας από τα μερίσματα που προέκυπταν από τη συνολική διαχείριση του ομίλου. Επιπροσθέτως, επειδή υπήρχε αμοιβαίο συμφέρον, οι μεγαλύτεροι μέτοχοι υποστήριζαν με κεφάλαια τα πιο αδύναμα μέλη, ούτως ώστε να καταφέρουν κι εκείνα με τη σειρά τους να αναπτύξουν ακόμα περισσότερο τις δυνατότητες των δικών τους δραστηριοτήτων. Η εισφορά της επιχείρησης του Κίτσου στην «Εταιρεία», του έδωσε το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 2% των συνολικών μετοχών της.

Όταν όμως μας άφησε χρόνους ο κραταιός επιχειρηματίας, ο Κίτσος που είχε καλομάθει στη ζωή του κι επιπλέον ήταν εντελώς απαίδευτος, παράτησε την οποιαδήποτε ενασχόλησή του με τα επιχειρηματικά και προσέλαβε για οικονομικό διευθυντή έναν τύπο με σκοτεινά κίνητρα, τον Αντρέα, στον οποίο άφησε το γενικό κουμάντο της έκτασης. Από αυτόν, είχε μόνο μία απαίτηση: Να περνάει καλά ο ίδιος. Η αποστολή ήταν εύκολη για τον Αντρέα: Ό,τι έβγαζε η μπίζνα, τα έδινε στον Κίτσο, ο οποίος αφού αρχικά έβαλε GPS στο γάιδαρο, μετά αποφάσισε πως ήθελε πιο χλιδάτο όχημα κι αγόρασε μία Porsche Cayenne. Συχνά όμως, ο φίλος μου ήθελε περισσότερα απ’ όσα έβγαζε η οικογενειακή επιχείρηση και για να τον κρατάει χαρούμενο ο Αντρέας, του έδινε όλες τις συνεισφορές από μερίσματα της «Εταιρείας» κι όταν δεν έφταναν κι εκείνες (σχεδόν κάθε χρόνο, δηλαδή), δανειζόταν με ενέχυρο τμήμα της περιουσίας. Τι κίνητρο είχε εκείνος; Μα απλά, εκτός από το ότι βούταγε συστηματικά όσα χρειαζόταν αυτός και η αυλή του για να περνούν κι εκείνοι καλά, συν τοις άλλοις βόλεψε σε όλες τις υπεύθυνες θέσεις στην παραγωγή, όλους τους άχρηστους φίλους του. Αυτά ο Κίτσος τα μάθαινε, αλλά όσο ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, απλά δεν τον ενδιέφεραν. Όταν δε μας άφησε χρόνους και ο περίεργος εκείνος τύπος, χωρίς να το καλοσκεφτεί ο Κίτσος, προσέλαβε στη θέση του το δεξί χέρι του Αντρέα, τον Κώστα. Εύλογα το πάρτυ της καλοπέρασης συνεχίστηκε αμείωτο, με το σκεπτικό ότι θα τους χρηματοδοτεί εσαεί η «Εταιρεία» κι όσα τους λείπουν κάθε χρόνο, θα τα δανειζόντουσαν στο διηνεκές. Ο φίλος μου πάλι, έχασε κάθε μέτρο αυτοελέγχου: Ξόδευε αφειδώς στα μπουζούκια, τις γυναίκες (δεν είχε ακόμα γνωρίσει την Τασούλα, βλέπετε), τα ποτά, τα φαγητά, τα ναρκωτικά, τα αμάξια και πάει λέγοντας. Κι όταν ακόμα κι αυτά που έπαιρνε από τα συνολικά έσοδα της επιχείρησης (και τα δάνειά της), έπαψαν να του φτάνουν, πήρε και ο ίδιος (σαν φυσικό πρόσωπο πλέον) δάνειο.

* Ο Μιχάλης Προυκάκης είναι οικονομολόγος και πολιτικός επιστήμων. Απασχολείται στο χώρο της κεφαλαιαγοράς από το 1998.


Πηγή:www.capital.gr
Share this article :
 
Support : S.Karamousketas | Johny Template | Mas Template
Copyright © 2011. Livadeia - Potpourri - All Rights Reserved
Template Developed by S.Karamousketas Inspired by Sportapolis Shape5.com
Proudly powered by Blogger